χορωφελήτης

χορωφελήτης
χορωφελήτης, ου, [dialect] Dor. [suff] χόρῳδ-τας, ,
A helping or cheering the chorus,

κρότος Ar.Lys.1319

(lyr., Herm. for χορωφελέτας).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χορωφελήτης — και δωρ. τ. χορωφελήτας, ὁ, Α αυτός που βοηθά τον χορό ή, κατ άλλους, αυτός που καθιστά τον χορό εύθυμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + ὠφελῶ + κατάλ. της*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”